- ζωγριη
- ζωγρίηἡ ион. = ζωγρία См. ζωγρια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζωγρίη — ζωγρία taking alive fem nom/voc sg (epic ionic) ζωγρίας one taken alive masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγρίῃ — ζωγρία taking alive fem dat sg (epic ionic) ζωγρίας one taken alive masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγρία — και ιων. τ. ζωγρίη, ἡ (Α) [ζωγρώ] 1. η σύλληψη ενός ζωντανού, η αιχμαλώτισή του 2. φρ. «ζωγρία αποβάλλω τινά» χάνω κάποιον επειδή συνελήφθη … Dictionary of Greek